Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στην αυλή

  • 1 двор

    двор м η αυλή проходной \двор η ανοιχτή αυλή во -е στην αυλή
    * * *
    м
    η αυλή

    проходно́й двор — η ανοιχτή αυλή

    во дворе́ — στην αυλή

    Русско-греческий словарь > двор

  • 2 двор

    α.
    1. αυλή, προαύλιο•

    играть во -е παίζω στην αυλή•

    задний двор οπισθαύλιο.

    2. το αγροτικό νοικοκυριό, οικογένεια.
    3. σταυλος•

    скотный двор κτηνοστάσιο•

    птичий двор ορνιθώνας, ορνιθαρειό, κοτέτσι.

    εκφρ.
    ко -у (быть, прийтись) – είμαι από τους προσκείμενους, τα ‘χω καλά•
    на -е – έξω (στην αυλή)•
    ко -ам ή по -амπαλ. για το σπίτι (κατεύθυν-αη)•
    со -аπαλ. από το σπίτι•
    на -(пойти, сходить) – πηγαίνω στο αποχωρητήριο•
    весна на -е – έφτασε η Ανοιξη.
    α. Αυλή•

    царский двор η τσαρική Αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > двор

  • 3 выходить

    выходи́ть I
    несов
    1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):
    \выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·
    2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):
    \выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·
    3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·
    4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:
    э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·
    5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:
    из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·
    6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·
    7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:
    \выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι1
    8. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:
    окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).
    вы́ходить II
    сов см. выхаживать.

    Русско-новогреческий словарь > выходить

  • 4 подпустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, επιτρέπω να πλησιάσει•

    его не пущу и к двору δε θα του επιτρέψω ούτε στην αυλή μου να πατήσει•

    телнка к корове αφήνω το μοσχαράκι να πάει (να βυζάξει) στην αγελάδα (στη μάνα του).

    2. ρίχνω, προσθέτω, συμπληρώνω•

    подпустить белил в краску ρίχνω άσπρο χρώμα στη μπογιά•

    подпустить масла в воск ρίχνω λάδι στο κερί.

    3. λέγω, πετώ•

    подпустить шутку λέγω ένα αστείο•

    подпустить иронию λέγω μια ειρωνία.

    Большой русско-греческий словарь > подпустить

  • 5 вкатить

    вкачу, вкатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкаченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. βλ. вкатать.
    2. καταφέρω•

    он -ил нахалу пощечину αυτόο κατάφερε στον αυθάδη (νταή) ένα μπάτσο.

    3. βλ. вкатиться.
    κυλώ μέσα•

    мяч -лся в комнату το τόπι κύλισε μέσα στο δωμάτιο.

    || εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•

    бричка -лась во двор το κάρο μπήκε στην αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > вкатить

  • 6 вогнать

    вгоню, вгонишь, παρλθ. χρ. вогнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вогнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα•

    -кур во двор βάζω τις κότες στην αυλή•

    вогнать свиней в свинарник βάζω τους χοίρους στο χοιροστάσιο.

    2. μπήγω•

    вогнать гвоздь в ящик μπήγω καρφί στο κασόνι.

    3. φέρνω στο σημείο να..., κάνω να... вогнать в слезы φέρνω ως τα δάκρυα, κάνω να δακρύσει•

    вогнать в чахотку κάνω να χτικιάσει, χτίκιάζω κάποιον•

    вогнать в пот κάνω κάποιον να ιδρώσει, ιδρώνω•

    вогнать в краску κάνω να κοκκινίσει (από ντροπή).

    Большой русско-греческий словарь > вогнать

  • 7 гостинодворец

    -рца α. μαγαζάτορας στην αυλή ξενοδοχείου.

    Большой русско-греческий словарь > гостинодворец

  • 8 гостиный

    επ. гостиный двор σειρά μικρομάγαζων στην αυλή ξενοδοχείου.

    Большой русско-греческий словарь > гостиный

  • 9 гридница

    θ.
    φυλάκιο φρουράς στην αυλή δούκα.

    Большой русско-греческий словарь > гридница

  • 10 егермейстер

    α.
    εγκερμέιστερ, αξίωμα κυνηγετικό στην αυλή του τσάρου.

    Большой русско-греческий словарь > егермейстер

  • 11 загнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. загнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω•

    загнать скот в двор μπάζω τα ζώα στην αυλή•загнать (футбольный) мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.

    2. διώχνω, κυνηγώ•

    собака -ла кошку на крышу το σκυλί κυνήγησε τη. γάτα στη στέγη.

    3. καταπονώ, κατακουράζω με το πολύ τρέξιμο•

    загнать лошадь κάνω το άλογο να λαχανιάσει.

    4. μπήγω• χώνω•

    он -ал нож в спину αυτός έμπηξε το μαχαίρι στη ράχη•

    загнать сваи μπήγω πασσάλους.

    5. (απλ.) πουλώ•

    он -ал пальто на базаре αυτός πούλησε το πανωφόρι στο παζάρι•

    загнать копейку (ή деньги) βγάζω, κερδίζω τη δεκάρα, τα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > загнать

  • 12 заехать

    -еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ. σ.
    1. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ διαβατικός. || έρχομαι να πάρω•

    я -еду за вами θα έρθω να σας πάρω•

    за мной -ли ήρθαν να με πάρουν.

    || μπαίνω εισέρχομαι•

    заехать во двор μπαίνω στην αυλή.

    2. απομακρύνομαι, προχωρώ μακριά•

    он -ал в трясину αυτός προχώρησε μακριά στο βαλτότοπο.

    3. στρίβω, στρέφω, γυρίζω• κρύβομαι•

    заехать за угол στρίβω στη γωνία,

    4. πατσίζω, χτυπώ.

    Большой русско-греческий словарь > заехать

  • 13 изжевать

    -жую, -жушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. καταμασώ, καστρέφω μασώντας•

    телннок -ал повшенное на дворе бель το μοσχαράκι κατα-μάσισε όλα τα κρεμασμένα ρούχα στην αυλή.

    || καταναλώνω μασώντας•

    матрос -ал весь свой табак ο ναύτης μάσισε όλο τον καπνό του.

    Большой русско-греческий словарь > изжевать

  • 14 моросить

    -йт
    ρ.δ. ψιλοβρέχω, ψιχαλίζω•

    на двор -ит στην αυλή ψιχαλίζει•

    дождь -ит ρίχνει ψιλή βροχή, ψιχαλίζει.

    Большой русско-греческий словарь > моросить

  • 15 подмести

    ρ.σ. σκουπίζω, σαρώνω•

    подмести комнату σκουπίζω το δωμάτιο•

    подмести в комнате σκουπίζω στο δωμάτιο•

    подмести на двор σκουπίζω στην αυλή.

    || καθαρίζω, μαζεύω, πετώ τα σκουπίδια.

    Большой русско-греческий словарь > подмести

  • 16 провисеть

    -вишу, -висишь
    ρ.σ. κρέμομαι (για ένα χρον. διάστημα)•

    бель целые сутки -ло на дворе τα ρούχα κρέμονταν ολόκληρα εικοσιτετράωρα στην αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > провисеть

  • 17 прогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прогнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. οόηγώ, κατευθύνω• σαλαγώ•

    прогнать коров в поле βγάζω τις αγελάδες στη βοσκή.

    2. διώχνω, εκδιώκω•

    прогнать собаку на двор διώχνω το σκυλί στην αυλή•

    прогнать детей из комнаты διώχνω τα παιδιά από το δωμάτιο.

    || απολύω•

    прогнать со службы διάχνω από την υπηρεσία.

    || μτφ. αποβάλλω, απομακρύνω•

    прогнать ш-приятные воспоминания διώχνω τις κακές αναμνήσεις•

    прогнать скуку διώχνω την ανία.

    3. διατρέχω, διανύω, διασχίζω•

    прогнать на лошади два километра в десять минут διατρέχω με το άλογο δυο χιλιόμετρα σε δέκα λεπτά.

    4. χώνω, μπήγω•

    прогнать гвоздь сквозь стену μπήγω το καρφί στον τοίχο.

    εκφρ.
    прогнать сквозь строй – διαπόμπευση στρατιώτη στον τσαρικό στρατό (ο στρατιώτης περνούσε ανάμεσα, από δυο ζυγούς, χτυπούμενος από τους συνταγμένους στρατιώτες).
    βλ. гнаться.

    Большой русско-греческий словарь > прогнать

  • 18 рассорить

    ρ.σ.μ. προκαλώ μάλωμα, τσακωμό, καβγά•

    рассорить друзей βάζω τους φίλους να μαλώσουν.

    μαλώνω, φιλονικώ• καβγαδίζω.
    ρ.σ.μ. σκορπώ από απροσεξία•χύνω•

    рассорить зерно по двору σκορπώ το σιτάρι στην αυλή.

    || μτφ. δαπανώ, ξοδεύω άσκοπα (στον αέρα), σπαταλώ τα χρήματα.
    πέφτοντας σκορπίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рассорить

  • 19 ребёнок

    -нка, πλθ. ребята, -бят α.
    (στον πλθ. χρησιμοποιείται και αντί του «дети»)
    1. παιδί, παιδάκι, παιδάριο•

    маленькие -ята играли во дворе τα μικρά παιδιά (παιδάκια) έπαιζαν στην αυλή.

    || βρέφος, μωρό, νήπιο•

    ребёнок грудной ребёнок γαλαθηνό τέκνο (βυζανιάρικο).

    2. τέκνο, παιδί•

    у нас родился второй ребёнок κάναμε (αποχτήσαμε) και δεύτερο παιδί.

    3. μτφ. άπειρος, πρωτόβγαλτος•

    он настоящий ребёнок αυτός είναι τελείως άπειρος (σαν το παιδί).

    Большой русско-греческий словарь > ребёнок

  • 20 ступить

    ступлю, ступишь ρ.σ.
    1. βαδίζω•

    ступить без него шагу ступить он не мог χωρίς αυτόν δε μπορούσε αυτός να κάνει βήμα.

    || πηγαίνω•

    ступить она -ла к окну αυτή πήγε προς το παράθυρο.

    || πατώ, στηρίζομαι.
    2. εισέρχομαι, μπαίνω•

    он -ил во двор αυτός μπήκε στην αυλή.

    || βλ. очутиться.

    Большой русско-греческий словарь > ступить

См. также в других словарях:

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • αυλή — η 1. περιφραγμένος χώρος εμπρός ή πίσω από το σπίτι: Στο χωριό όλα τα σπίτια έχουν αυλή. 2. το προσωπικό που ανήκει στην υπηρεσία του ηγεμόνα: Η αυλή ανακατευόταν πολύ στις κρατικές υποθέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»